Λέξη: αγορεύω

Σχετικές λέξεις: αγορεύω

αγορεύω ομόρριζα, αγορεύω αρχικοί χρόνοι, αγορεύω κλίση αρχαία, αγορεύω σημασία, αγορεύω κλίση

Συνώνυμα: αγορεύω

συνηγορώ, ικετεύω, απαντώ εις κατηγορίαν, προφασίζομαι, υπερασπίζω

Μεταφράσεις: αγορεύω

αγορεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
plead

αγορεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abogar, alegar, implorar, declararse, invocar

αγορεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
flehen, plädieren, bitten, berufen

αγορεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reconnaître, accorder, plaider, allouer, avouer, défendre, confesser, adjuger, alléguer, prétexter, attribuer, excuser, invoquer, exciper, exciper de, de plaider

αγορεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
perorare, supplicare, dichiararsi, invocare, eccepire

αγορεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arguir, adro, arrazoar, praça, pleitear, alegar, invocar, defender, implorar

αγορεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pleiten, bepleiten, pleit, smeken, aanvoeren

αγορεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обращаться, вымаливать, представлять, обратиться, ходатайствовать, упрашивать, просить, ссылаться, вымолить, умолять, защищать, судиться, признать себя, умоляю

αγορεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
erkjenne, påberope, trygle, trygler, bønnfalle

αγορεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åberopa, vädja, vädjar, göra gällande, åberopat

αγορεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ajaa, vedota, puolustella, puolustaa, anoa, sisäisen oikeusjärjestyksensä, vetoavat, vedonnut

αγορεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
påberåbe, påberåbe sig, paaberaabe sig, paaberaabe

αγορεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hájit, obhajovat, omlouvat, přiznat, doznat, prosit, dovolávat, namítat

αγορεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powoływać, błagać, argumentować, wypraszać, uargumentować, bronić, przyznawać, wstawiać, tłumaczyć, ujmować, powoływać się, powoływać się na

αγορεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hivatkozhat, hivatkozhatnak, hivatkoznak, hivatkozik, hivatkozni

αγορεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
savunmak, mazeret, rica, itiraf, yalvarmaya

αγορεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сплетений, благати, просити, благатиме, благав

αγορεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbroj, lutem, deklarohem, mbro, vetëdeklaruar

αγορεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
умолявам, пледирам, се позове, съдя, пледира

αγορεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маліць, прасіць, ўмольваць, умольваць, ўпрошваць

αγορεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paluma, tugineda, toetuda, viidata, väidavad

αγορεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
braniti, zastupati, zalažemo, moliti, navesti, suditi

αγορεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flytja, biðja, reka, borið, bið

αγορεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teisintis, remtis, remtis tuo, prašyti, ginti

αγορεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizbildināties, atsaukties, atsaukties uz, apgalvot, aizstāvēt

αγορεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се изјасни, изјасни, се изјасни за, изјасни за, молам

αγορεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pleda, invoca, pledează, pledeze, invoce

αγορεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prosit, sklicevati, sklicevati na, sklicuje, govorijo, uveljavljati

αγορεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prosiť, modliť, poprosiť, prosit
Τυχαίες λέξεις