Actueel στα ελληνικά

Μετάφραση: actueel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρουσιάζω, τωρινός, παρών, δώρο, ρεύμα, τοπικός, τοπική, τοπικής, επίκαιρο, επίκαιρα
Actueel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • activiteit στα ελληνικά - διάβημα, αγωγή, δραστηριότητα, δράση, επενέργεια, δραστηριότητας, δραστικότητα, ...
  • actualiteit στα ελληνικά - θέμα, επικαιρότητα, την επικαιρότητα, επικαιρότητας, επίκαιρο, επίκαιρο χαρακτήρα
  • acupunctuur στα ελληνικά - βελονισμός, βελονισμού, βελονισμό, ο βελονισμός, το βελονισμό
  • acuut στα ελληνικά - οξυδερκής, οξύς, έντονος, εντατικός, οξεία, οξείας, οξείες, ...
Τυχαίες λέξεις
Actueel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρουσιάζω, τωρινός, παρών, δώρο, ρεύμα, τοπικός, τοπική, τοπικής, επίκαιρο, επίκαιρα