Λέξη: αράχνη

Σχετικές λέξεις: αράχνη

αράχνη στίχοι, αράχνη μαύρη χήρα, αράχνη νεμέα, αράχνη στριφώματος, αράχνη 74, αράχνη μυθολογία, αράχνη πασιέντζα, αράχνη μύθος, αράχνη – πασχαλίτσα, αράχνη ονειροκρίτης, πασιέντζα αράχνη, πασιέντζα

Μεταφράσεις: αράχνη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spider
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
araña, la araña, de araña, spider, araña de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spinne, Spinne, Spinnen, spider, Spinn
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
araignée, spider, croisillon, araignées, l'araignée
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ragno, Spider, di ragno, del ragno, ragno di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esfera, animal, aranhas, aranha, de aranha, da aranha, aranha de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spin, spinnen, spider, de Spin, spin van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
таган, паук, крестовина, звезда, паука, Спайдер, пауков
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
edderkopp, spider, edderkoppen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spindel, Spider, spindeln, spideren
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hämähäkit, hämähäkki, Spider, hämähäkin, Spider ja
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
edderkop, spider, edderkoppen, edderkopper
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pavouk, spider, pavouka, Pavoučí
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krzyżak, pająk, wyszukiwarka, spider, pająka, paj
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pók, differenciál-kereszt, árboctámasz, kardánkereszt, támasztórúd, Spider, pókot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
örümcek, spider, bir örümcek, örümceğin, örümceği
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
павук, хрестовина, таган, паук
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
merimangë, merimangë e, merimange, Merimanga, marimangës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
паяк, паус, Spider, на паяк, Спайдър, паяка
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
павук
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ämblik, spider, Ämbliku
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pauk, Spider, pauka, paukove
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kónguló, Spider
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
voras, spider, vorinių, vorai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zirneklis, zirnekļa, spider
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пајакот, пајак, пајакова, пајаци, spider
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
păianjen, spider, paianjen, de păianjen
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spider, pajek, pajka, pajkov
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pavúk, spider, pavouk

Στατιστικά δημοτικότητας: αράχνη

Τυχαίες λέξεις