Ρεύμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ρεύμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kreek, tegenwoordig, beek, stroom, actueel, loop, huidig, stroming, courant, huidige, actuele
Ρεύμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρεύμα

ρεύμα ανατροπής χαλκίδα, ρεύμα ανατροπής, ρεύμα χωρίς δεη, ρεύμα ζεύξης, ρεύμα νέων σοσιαλιστών, ρεύμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρεύμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ρευστοποιώ στα ολλανδικά - afwikkelen, liquideren, vereffenen, opheffen, solveren, Liquify, Uitvloeien, ...
  • ρευστότητα στα ολλανδικά - liquiditeit, de liquiditeit, liquiditeiten, liquiditeitsrisico, liquiditeitspositie
  • ρημάζω στα ολλανδικά - verwoesten, teisteren, ravage, te verwoesten, geteisterd
  • ρητά στα ολλανδικά - uitdrukkelijk, expliciet, nadrukkelijk, duidelijk
Τυχαίες λέξεις
Ρεύμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kreek, tegenwoordig, beek, stroom, actueel, loop, huidig, stroming, courant, huidige, actuele