Adellijk στα ελληνικά
Μετάφραση: adellijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στερεός, άξιος, αβρός, μπαγιάτικος, συμπαγής, ευγενικά, ευγενώς, μεγαλόψυχα, ευγένεια, nobly
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- additioneel στα ελληνικά - συμπληρωματικός, επιπρόσθετος, πρόσθετος, επιπλέον, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα, ...
- adel στα ελληνικά - αριστοκρατία, αρχοντιά, ευγένεια, ευγενείς, ευγενών
- adem στα ελληνικά - αναπνοή, ανάσα, αναπνοής, την αναπνοή, πνοή
- ademen στα ελληνικά - αναπνέω, να αναπνεύσει, για να αναπνεύσει, να αναπνεύσουν, να αναπνέει, να αναπνέουν
Τυχαίες λέξεις
Adellijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στερεός, άξιος, αβρός, μπαγιάτικος, συμπαγής, ευγενικά, ευγενώς, μεγαλόψυχα, ευγένεια, nobly
Μεταφράσεις: στερεός, άξιος, αβρός, μπαγιάτικος, συμπαγής, ευγενικά, ευγενώς, μεγαλόψυχα, ευγένεια, nobly