Μπαγιάτικος στα ολλανδικά

Μετάφραση: μπαγιάτικος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
muf, adellijk, goor, gortig, benauwd, muffe, vuns, duf
Μπαγιάτικος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπαγιάτικος

μπαγιάτικος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μπαγιάτικος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μπήγω στα ολλανδικά - duwen, stoten, inrijden, rijden in, rijdt, rijden naar, rijden naar de
  • μπαίνω στα ολλανδικά - insteken, ineenkrimpen, psychiater, afnemen, ineenkronkelen, binnenlopen, betreden, ...
  • μπακάλης στα ολλανδικά - kruidenier, kruidenierswinkel, grocer, kruidenierszaak, groenteboer
  • μπαλάντα στα ολλανδικά - ballade, ballad, lied
Τυχαίες λέξεις
Μπαγιάτικος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: muf, adellijk, goor, gortig, benauwd, muffe, vuns, duf