Affect στα ελληνικά

Μετάφραση: affect, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοργή, τρυφερότητα, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Affect στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afdwingen στα ελληνικά - εκβιάζω, επιβάλλω, στύβω, επιβάλουν, επιβάλλουν, επιβολή, την επιβολή, ...
  • affaire στα ελληνικά - βαλίτσα, νοιάζομαι, προβληματισμός, θήκη, θέμα, περιστατικό, ύλη, ...
  • affectie στα ελληνικά - έρωτας, αγάπη, αγαπώ, στοργή, την αγάπη, αγάπης, στοργής
  • affiche στα ελληνικά - παρατηρώ, ράμφος, πίνακας, νομοσχέδιο, λογαριασμός, αφίσα, κάρτα, ...
Τυχαίες λέξεις
Affect στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοργή, τρυφερότητα, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει