Afgelopen στα ελληνικά

Μετάφραση: afgelopen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έτοιμος, πάνω, τελείωσε, πανέτοιμος, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
Afgelopen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afgelasten στα ελληνικά - ανακαλώ, ακυρώνω, ματαιώνω, ματαιώσουν, καλέσει από, ματαιώσει
  • afgelegen στα ελληνικά - ψυχρός, μακριά, απομακρυσμένος, απόμακρος, απόκεντρος, μακρινός, απομακρυσμένο, ...
  • afgemeten στα ελληνικά - αλύγιστος, επίσημος, άκαμπτος, ισχυρός, μετράται, μετρούμενη, μετρηθεί, ...
  • afgestudeerd στα ελληνικά - απόφοιτος, αποφοιτώ, πτυχιούχος, μεταπτυχιακό, μεταπτυχιακών, μεταπτυχιακούς
Τυχαίες λέξεις
Afgelopen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έτοιμος, πάνω, τελείωσε, πανέτοιμος, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο