Afjakkeren στα ελληνικά
Μετάφραση: afjakkeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπος, κόπωση, κούραση, νεφρίτης, υπερπολλαπλασιασμένη ταχύτητα, υπεροδήγηση, υπεροδήγηση από, υπεροδηγείται, υπερφορτώνετε τα
Μεταφράσεις
- afhelpen στα ελληνικά - δωρεάν, αυτεξούσιος, κυκλοφορώ, εκκρίνω, μπόσικος, χαλαρός, λυτός, ...
- afhuren στα ελληνικά - νοικιάζω, ναύλωση, ναύλωσης, ναυλώσεις, ναυλώσεως, τη ναύλωση
- afkammen στα ελληνικά - κάνω βίδες
- afkappen στα ελληνικά - εκθλίβω, αποβάλλω, κόψιμο, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
Τυχαίες λέξεις
Afjakkeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπος, κόπωση, κούραση, νεφρίτης, υπερπολλαπλασιασμένη ταχύτητα, υπεροδήγηση, υπεροδήγηση από, υπεροδηγείται, υπερφορτώνετε τα
Μεταφράσεις: κόπος, κόπωση, κούραση, νεφρίτης, υπερπολλαπλασιασμένη ταχύτητα, υπεροδήγηση, υπεροδήγηση από, υπεροδηγείται, υπερφορτώνετε τα