Afleiden στα ελληνικά

Μετάφραση: afleiden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκαλώ, αποσπώ, μαζεύω, συνάγω, συμπεραίνω, περισυλλέγω, φιλοξενώ, παρεκτρέπω, εκτρέπω, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, εκχύλισμα, παρεκκλίνω, συναγάγει, συμπεράνουμε, να συναγάγει
Afleiden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aflaten στα ελληνικά - παύω, κατάπαυση, παύουν, κατάπαυση του, κατάπαυσης του, κατάπαυσης
  • afleggen στα ελληνικά - εγκαταλείπω, παρατάω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
  • afleiding στα ελληνικά - αναψυχή, περισπασμός, απόσπαση της προσοχής, διάσπαση της προσοχής, αποσπά την προσοχή, περισπασμό
  • afleidingsmanoeuvre στα ελληνικά - παρεκτροπή, παρέκβαση, εκτροπή, εκτροπής, της εκτροπής, εκτροπής του, η εκτροπή
Τυχαίες λέξεις
Afleiden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκαλώ, αποσπώ, μαζεύω, συνάγω, συμπεραίνω, περισυλλέγω, φιλοξενώ, παρεκτρέπω, εκτρέπω, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, εκχύλισμα, παρεκκλίνω, συναγάγει, συμπεράνουμε, να συναγάγει