Λέξη: ακυρότητα

Σχετικές λέξεις: ακυρότητα

ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος, ακυρότητα διοικητικής πράξης, ακυρότητα συμβολαίου, ακυρότητα δικαιοπραξίας, ακυρότητα ψηφοδελτίων, ακυρότητα ψηφοδελτίου, ακυρότητα πράξεων βεβαίωσης παραβάσεων του κοκ, ακυρότητα καταγγελίας σύμβασης εργασίας, ακυρότητα κατηγορητηρίου, ακυρότητα διαθήκης

Συνώνυμα: ακυρότητα

ακυρότης, μηδαμινότης, μηδαμινότητα, κενότητα, κενότης

Μεταφράσεις: ακυρότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
invalidity, nullity, invalid, void, invalidity of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nulidad, la nulidad, de nulidad, anulación, nulidad de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hinfälligkeit, ungültigkeit, Nichtigkeit, Ungültigkeit, Nichtigkeits, die Nichtigkeit, nichtig
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caducité, nullité, invalidité, la nullité, annulation, nulle, nul
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nullità, la nullità, annullamento, di nullità
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nulidade, de nulidade, anulação, invalidade, a nulidade
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongeldigheid, nietigheid, nietigverklaring, nietig, de nietigheid
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
недействительность, несостоятельность, ничтожность, дефектности, недействительности, ничтожество
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ugyldigheten, ugyldighet av betingelsene, ugyldige, er ugyldige
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ogiltighet, ogiltigförklaring, ogiltigt, ogiltigheten, nullitet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mitättömyys, pätemättömyys, pätemättömyyden, mitättömyyden, mitättömyydestä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ugyldighed, ugyldig, ugyldigheden, nullitet, ugyldigt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neplatnost, invalidita, neplatnosti, nulita, nicotnost
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieważność, kalectwo, unieważnienie, nicość, nieważności, bezskuteczność
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
semmisség, érvénytelenséget, semmissége, érvénytelenség, semmisségének
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geçersizlik, iptal, hükümsüzlük, hükümsüzlüğü, sıfırlılık
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
анулювання, нікчемність, незначність, ницість
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pafuqi, pavlefshmërinë, nulitet, pavlefshmëria, pavlefshmëri
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
недействителност, недействителността, нищожност, тази недействителност
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мізэрнасць, нікчэмнасць, мізэрнасці і марнасці, адчуванне мізэрнасці і марнасці
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
invaliidsus, paikapidamatus, kehtetus, tühisus, tühisuse, tühisust, õigustühisuse, õigustühiseks tunnistamise
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
invalidnost, ništavnost, ništavost, na ništavost, ništetnost, nevaženje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Ógilding
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
negaliojimas, negaliojimo, bendrovių jungimas paskelbiamas, negaliojimą, negaliojančiu
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
anulēšana, spēkā neesamība, sabiedrības atzīšana par neesošu, spēkā neesamību, atzīšana par neesošu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ништовност, ништовноста, ништовно, неважење, поништување
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nulitate, nulitatea, nulității, nulitatii, de nulitate
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ničnost, ničnosti, ničnostjo, Neveljavnost
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
invalidita, neplatnosť, zrušenie, neplatnosti
Τυχαίες λέξεις