Συνάγω στα ολλανδικά

Μετάφραση: συνάγω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deduceren, abstraheren, afleiden, afgeleid, af te leiden, worden afgeleid
Συνάγω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνάγω

συνάγω ετυμολογία, συνάδω ορισμός, συνάγω συμπέρασμα, συνάγω συνώνυμα, συνάγω συνάγω, συνάγω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνάγω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συμψηφισμός στα ολλανδικά - beloning, loon, vergelding, compenseren, verrekening, compensatie, compensatie van, ...
  • συν στα ολλανδικά - optelling, plus, appendix, aanhangsel, toevoeging, toeslag, vermeerderd, ...
  • συνάδελφος στα ολλανδικά - maat, jongen, kameraad, aaneen, vent, makker, knaap, ...
  • συνάλλαγμα στα ολλανδικά - centrale, vervanging, valuta, munt, munteenheid, geld
Τυχαίες λέξεις
Συνάγω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: deduceren, abstraheren, afleiden, afgeleid, af te leiden, worden afgeleid