Afschaven στα ελληνικά
Μετάφραση: afschaven, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίβω, λειαίνω, σχίζω, Skive, Κύκλοι, Σκίβε, κόπτω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afschaffen στα ελληνικά - καταργώ, υπαναχωρώ., αποσύρω, υπαναχωρώ, παίρνω, μετακομίζω, καταργήσει, ...
- afschaffing στα ελληνικά - ακύρωση, ακυρώνω, καταργώ, κατάλυση, κατάργηση, ανακαλώ, κατάργησης, ...
- afscheid στα ελληνικά - αποχαιρετισμός, αντίο, αποχαιρετιστήριο, αποχαιρετιστήρια, αποχαιρετισμού
- afscheiden στα ελληνικά - χωριστός, εκκρίνω, διχάζω, μερίδιο, διαιρώ, ιδιαίτερος, χωρίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Afschaven στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίβω, λειαίνω, σχίζω, Skive, Κύκλοι, Σκίβε, κόπτω
Μεταφράσεις: τρίβω, λειαίνω, σχίζω, Skive, Κύκλοι, Σκίβε, κόπτω