Al στα ελληνικά

Μετάφραση: al, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήδη, μολονότι, όλος, κάθε, όλοι, όλες, όλα, όλων, όλους
Al στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akte στα ελληνικά - δίπλωμα, έγγραφο, αξιοποιώ, εφημερίδα, χαρτί, κατάθεση, προσπάθεια, ...
  • akten στα ελληνικά - πράξη, Όργανα, Μέσα, Παραπομπές, Παραπομπές σε, Instruments
  • alarm στα ελληνικά - τρομάζω, συναγερμός, άγρυπνος, ξυπνώ, ζωντανός, συναγερμού, συναγερμό, ...
  • alarmeren στα ελληνικά - τρομάζω, συναγερμός, άγρυπνος, συναγερμού, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Al στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήδη, μολονότι, όλος, κάθε, όλοι, όλες, όλα, όλων, όλους