Attribuut στα ελληνικά
Μετάφραση: attribuut, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακίνητο, αποδίδω, σπίτι, διάσταση, κτήμα, περιουσία, ιδιότητα, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- attest στα ελληνικά - κατάθεση, πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
- attisch στα ελληνικά - σοφίτα, αττικός, αττική, αττικό, αττικού
- au στα ελληνικά - ΑΕ, Αφρικανικής Ένωσης, της ΑΕ, της Αφρικανικής Ένωσης
- aubergine στα ελληνικά - μελιτζάνα, μελιτζάνες, μελιτζάνας, τη μελιτζάνα, φυτών μελιτζάνας
Τυχαίες λέξεις
Attribuut στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακίνητο, αποδίδω, σπίτι, διάσταση, κτήμα, περιουσία, ιδιότητα, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Μεταφράσεις: ακίνητο, αποδίδω, σπίτι, διάσταση, κτήμα, περιουσία, ιδιότητα, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα