Baanvlak στα ελληνικά

Μετάφραση: baanvlak, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δρόμος, διαδρομή, πορεία, τροχιακό επίπεδο, επίπεδο τροχιάς, τροχιακό επίπεδό, το τροχιακό επίπεδό
Baanvlak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • baanbreker στα ελληνικά - πρωτοπόρος, προπορεύομαι, καινοτομώ, Pioneer, της Pioneer, πρωτοπόρο, η Pioneer
  • baanvak στα ελληνικά - τμήμα, τομή, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
  • baar στα ελληνικά - ραβδί, βέργα, κύμα, κοντάρι, νεκροφόρα, Bier
  • baard στα ελληνικά - γένι, μούσι, γενειάδα, γένια, τα γένια, γενειάδας
Τυχαίες λέξεις
Baanvlak στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δρόμος, διαδρομή, πορεία, τροχιακό επίπεδο, επίπεδο τροχιάς, τροχιακό επίπεδό, το τροχιακό επίπεδό