Ban στα ελληνικά

Μετάφραση: ban, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαχαλάς, περιοχή, έδαφος, κυριαρχία, αρμοδιότητα, περιφέρεια, επαρχία, απαγόρευση, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως
Ban στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • balustrade στα ελληνικά - κιγκλίδωμα, κιγκλιδώματος, κάγκελα, παραπέτο, κάγκελο
  • bamboe στα ελληνικά - μπαμπού, από μπαμπού, το μπαμπού, bamboo
  • banaal στα ελληνικά - παρακρατώ, κοινός, απόθεμα, κοινότυπος, τετριμμένος, κοινότυπο, μπανάλ, ...
  • banaan στα ελληνικά - μπανάνα, μπανάνας, της μπανάνας, μπανανών, μπανάνες
Τυχαίες λέξεις
Ban στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαχαλάς, περιοχή, έδαφος, κυριαρχία, αρμοδιότητα, περιφέρεια, επαρχία, απαγόρευση, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως