Αρμοδιότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: αρμοδιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gewest, goed, territorium, grondgebied, omgeving, ban, provincie, territoir, staat, gouw, kloot, gouvernement, sfeer, bol, gebied, competentie, bekwaamheid, bevoegdheid, bevoegdheden, bevoegd
Αρμοδιότητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρμοδιότητα

αρμοδιότητα πρωτοδικείου πειραιώς, αρμοδιότητα συνώνυμο, αρμοδιότητα πρωτοδικείου πειραιά, αρμοδιότητα διοικητικού εφετείου, αρμοδιότητα δου, αρμοδιότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αρμοδιότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αρμάδα στα ολλανδικά - vloot, Armada, armada van, de Armada, van Armada
  • αρμέγω στα ολλανδικά - melk, melken, armego
  • αρμονία στα ολλανδικά - toestemmen, eenheid, samenhang, een, eendracht, één, goedvinden, ...
  • αρμόδιος στα ολλανδικά - aansprakelijk, toerekenbaar, verantwoordelijk, competent, bevoegd, bekwaam, bevoegde, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρμοδιότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gewest, goed, territorium, grondgebied, omgeving, ban, provincie, territoir, staat, gouw, kloot, gouvernement, sfeer, bol, gebied, competentie, bekwaamheid, bevoegdheid, bevoegdheden, bevoegd