Bedevaartganger στα ελληνικά
Μετάφραση: bedevaartganger, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσκυνητής, προσκυνητή, προσκυνητών, Αγίου Ιακώβου, προσκυνητές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bederven στα ελληνικά - αλλοιώνω, σαπίζω, χαλώ, κακομαθαίνω, ζημιά, διαφθείρω, βλάβη, ...
- bedevaart στα ελληνικά - προσκύνημα, προσκυνήματος, το προσκύνημα, προσκύνημά, προσκυνήματα
- bediende στα ελληνικά - υπηρέτρια, υπάλληλος, υπηρέτης, οικιακός, κατοικίδιος, υπάλληλο, γραμματέα, ...
- bedienen στα ελληνικά - βοήθεια, βοηθός, περιποιούμαι, επιμελούμαι, αρωγή, επικουρία, υπηρετώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Bedevaartganger στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσκυνητής, προσκυνητή, προσκυνητών, Αγίου Ιακώβου, προσκυνητές
Μεταφράσεις: προσκυνητής, προσκυνητή, προσκυνητών, Αγίου Ιακώβου, προσκυνητές