Προσκυνητής στα ολλανδικά

Μετάφραση: προσκυνητής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedevaartganger, pelgrim, Pilgrim, pelgrims, de Pelgrim, pelgrim van
Προσκυνητής στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσκυνητής

προσκυνητής στιχοι, προσκυνητής παρτιτούρα, προσκυνητής lyrics, προσκυνητής κιθάρα, προσκυνητής tabs, προσκυνητής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προσκυνητής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προσκρούω στα ολλανδικά - bult, buil, stoten, stoot, botsen
  • προσκτώμαι στα ολλανδικά - filiaal, depot, aannemen, affiliëren, prosktomai
  • προσκόλληση στα ολλανδικά - adhesie, grip, aanhankelijkheid, naleving, hechting, de naleving, naleving van
  • προσκύνημα στα ολλανδικά - pelgrimstocht, bedevaart, pelgrimage, bedevaartsoord, pelgrimsoord
Τυχαίες λέξεις
Προσκυνητής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bedevaartganger, pelgrim, Pilgrim, pelgrims, de Pelgrim, pelgrim van