Bediening στα ελληνικά

Μετάφραση: bediening, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξυπηρέτηση, υπηρεσία, ρουσφέτι, σέρβις, υπουργείο, Υπουργείου, διακονία, του υπουργείου, το υπουργείο
Bediening στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bediende στα ελληνικά - υπηρέτρια, υπάλληλος, υπηρέτης, οικιακός, κατοικίδιος, υπάλληλο, γραμματέα, ...
  • bedienen στα ελληνικά - βοήθεια, βοηθός, περιποιούμαι, επιμελούμαι, αρωγή, επικουρία, υπηρετώ, ...
  • bedillen στα ελληνικά - καταχνιά, αχλή, κυπρίνος, κυπρίνου, κυπρίνους, κυπρίνων, κυπρίνο
  • bedingen στα ελληνικά - συμφωνώ, ορίζουν, ορίζει, προβλέπουν, προβλέπει, να προβλέπουν
Τυχαίες λέξεις
Bediening στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξυπηρέτηση, υπηρεσία, ρουσφέτι, σέρβις, υπουργείο, Υπουργείου, διακονία, του υπουργείου, το υπουργείο