Ρουσφέτι στα ολλανδικά

Μετάφραση: ρουσφέτι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gunst, bediening, godsdienstoefening, eredienst, begunstiging, diensten, genadigheid, buit, bederft, verwent, roof, oorlogsbuit
Ρουσφέτι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρουσφέτι

καρογιάν ρουσφέτι, ρουσφέτι ορισμός, ρουσφέτι ετυμολογία, ρουσφέτι συνώνυμο, ρουσφέτι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρουσφέτι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ρουμάνι στα ολλανδικά - hakhoutbosje, ruigte, Roumani
  • ρουμπίνι στα ολλανδικά - blozend, rood, robijn, robijnrood, ruby, robijnrode, robijnen
  • ρουτίνα στα ολλανδικά - routine, sleur, routinematige, routinematig
  • ρουφήχτρα στα ολλανδικά - draaikolk, maalstroom, whirlpool, bubbelbad, een whirlpool
Τυχαίες λέξεις
Ρουσφέτι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gunst, bediening, godsdienstoefening, eredienst, begunstiging, diensten, genadigheid, buit, bederft, verwent, roof, oorlogsbuit