Bedremmeld στα ελληνικά

Μετάφραση: bedremmeld, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταραγμένος, αναστατώνω, σαστισμένα, εν ζάλη
Bedremmeld στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bedreigen στα ελληνικά - απειλώ, απειλούν, απειλήσουν, απειλήσει, απειλεί, να απειλήσει
  • bedreiging στα ελληνικά - απειλή, απειλής, απειλή για, κίνδυνο, κίνδυνος
  • bedreven στα ελληνικά - προχωρημένος, έντεχνος, έξυπνος, επιδέξιος, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, επιτήδειος, ...
  • bedrevenheid στα ελληνικά - απόκτηση, πραγματογνωμοσύνη, τέχνη, διενέργεια, απόκτημα, επιδεξιότητα, ικανότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Bedremmeld στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταραγμένος, αναστατώνω, σαστισμένα, εν ζάλη