Bedriegen στα ελληνικά
Μετάφραση: bedriegen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φενακίζω, εξαπατώ, ζαβολιάρης, κλέβω, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bedreven στα ελληνικά - προχωρημένος, έντεχνος, έξυπνος, επιδέξιος, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, επιτήδειος, ...
- bedrevenheid στα ελληνικά - απόκτηση, πραγματογνωμοσύνη, τέχνη, διενέργεια, απόκτημα, επιδεξιότητα, ικανότητα, ...
- bedrieger στα ελληνικά - πλαστογραφία, κράζω, καμποτίνος, κάλπικος, πλαστός, δόλος, αγύρτης, ...
- bedrieglijk στα ελληνικά - ψεύτικος, δόλιος, απατηλός, παραπλανητικός, ψευδής, αναληθής, λάθος, ...
Τυχαίες λέξεις
Bedriegen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φενακίζω, εξαπατώ, ζαβολιάρης, κλέβω, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Μεταφράσεις: φενακίζω, εξαπατώ, ζαβολιάρης, κλέβω, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει