Bedrijvigheid στα ελληνικά
Μετάφραση: bedrijvigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δραστηριότητα, αγωγή, επενέργεια, διάβημα, δράση, δραστηριότητας, δραστικότητα, δραστηριοτήτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bedrijven στα ελληνικά - αποδίδω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, πράξη, εκτελώ, διαπράττω, ...
- bedrijvig στα ελληνικά - ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
- bedroefd στα ελληνικά - λυπημένος, θλιβερή, λυπηρό, θλιβερό, λυπημένο
- bedroefdheid στα ελληνικά - λύπη, θλίψη, θλίψης, τη θλίψη, λύπης
Τυχαίες λέξεις
Bedrijvigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δραστηριότητα, αγωγή, επενέργεια, διάβημα, δράση, δραστηριότητας, δραστικότητα, δραστηριοτήτων
Μεταφράσεις: δραστηριότητα, αγωγή, επενέργεια, διάβημα, δράση, δραστηριότητας, δραστικότητα, δραστηριοτήτων