Begieten στα ελληνικά
Μετάφραση: begieten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποτίζω, ύδωρ, αρδεύω, νερό, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει
Μεταφράσεις
- begerig στα ελληνικά - φιλάργυρος, λαίμαργος, κερδομανής, ενθουσιώδης, άπληστος, πρόθυμος, απίθανος, ...
- begerigheid στα ελληνικά - προθυμία, απληστία, πλεονεξία, την απληστία, την έντονη επιθυμία, έντονης επιθυμίας
- begiftigen στα ελληνικά - προικίζω, προικίσει, προικίσουν, προσδίδουν, αποκτήσει, τροφοδότηση
- begin στα ελληνικά - ξεκινώ, ξεκίνημα, αρχή, αρχίζω, πρώτος, έναρξη, προέλευση, ...
Τυχαίες λέξεις
Begieten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποτίζω, ύδωρ, αρδεύω, νερό, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει
Μεταφράσεις: ποτίζω, ύδωρ, αρδεύω, νερό, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει