Behalve στα ελληνικά

Μετάφραση: behalve, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίπλα, άλλωστε, εκτός από, πέρα από, εκτός από την, εκτός από τις
Behalve στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • behagen στα ελληνικά - ηδονή, ευχαρίστηση, αρέσκεια, παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλείστε να, παρακαλείστε, ...
  • behalen στα ελληνικά - φτάνω, απολαβή, καταφέρω, σουξέ, νικώ, εξαναγκάζω, κατορθώνω, ...
  • behandelen στα ελληνικά - κερνώ, καπνίζω, θεραπεύω, παστώνω, κέρασμα, μεταχειρίζομαι, αλατίζω, ...
  • behandeling στα ελληνικά - μεταχείριση, θεραπεία, αγωγή, θεραπείας, επεξεργασία
Τυχαίες λέξεις
Behalve στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίπλα, άλλωστε, εκτός από, πέρα από, εκτός από την, εκτός από τις