Bekorten στα ελληνικά

Μετάφραση: bekorten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντομεύω, κονταίνω, μικραίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Bekorten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bekoorlijk στα ελληνικά - γοητευτικά, γοητευτικό, όμορφα, χαριτωμένα, γοητευτικό τρόπο
  • bekoren στα ελληνικά - τραβώ, προσελκύω, σαγηνεύω, ζωγραφίζω, επισύρω, δελεάζω, έλκω, ...
  • bekostigen στα ελληνικά - χρηματοδοτώ, οικονομικά, Οικονομικών, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, Finance
  • bekrachtigen στα ελληνικά - διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, κύρωση, βεβαιώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Bekorten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντομεύω, κονταίνω, μικραίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί