Belasting στα ελληνικά

Μετάφραση: belasting, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβληματίζω, φορολογώ, φόρος, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Belasting στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • belastend στα ελληνικά - αγχωτικό, αγχωτική, άγχος, αγχωτικές, στρες
  • belasteren στα ελληνικά - δυσφημώ, συκοφαντία, συκοφαντίες, τη συκοφαντία, συκοφαντίας, συκοφαντούν
  • belastingaanslag στα ελληνικά - εκτίμηση, αξιολόγηση, αξιολόγησης, εκτίμησης, την αξιολόγηση
  • beledigen στα ελληνικά - προπηλακίζω, βρίζω, προσβολή, κατάχρηση, καταχρώμαι, λοιδορώ, προσβάλλω, ...
Τυχαίες λέξεις
Belasting στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβληματίζω, φορολογώ, φόρος, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων