Λέξη: πλέω
Σχετικές λέξεις: πλέω
πλέω αρχικοί χρόνοι, πλέω μεθ ορμής ακαθέκτου, πλέω συνώνυμο, λέγω ομόρριζα, ρήμα λύω, πλέω κλίση, λέγω μετάφραση, λέγω συνώνυμα, πλέω χρονικη αντικατασταση, πλέω παραγωγα
Συνώνυμα: πλέω
εκπλέω, διαπλέω, αρμενίζω, επιπλέω, κυβερνώ, πιλοτάρω
Μεταφράσεις: πλέω
πλέω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sail, float, navigate
πλέω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vela, la vela, de vela, velas, navegar
πλέω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
segeln, segel, Segel, Segels
πλέω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
voilure, voguer, voile, cingler, toile, bâche, flotter, naviguer, la voile, voiles, voile de
πλέω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vela, a vela, della vela, sail, la vela
πλέω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
partir, pano, navegar, velejar, vela, sail, de vela, a vela, velas
πλέω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
velum, doek, zeil, linnen, zeilen, varen, sail, zeiltocht
πλέω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ветрило, плавание, поплыть, наплавать, отплывать, руководить, проплавать, управлять, брезент, проплывать, плавать, парус, заплывать, отплыть, Паруса, плыть
πλέω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
seil, seile, seilet, seiler
πλέω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
segla, segel, seglet, seglar
πλέω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
purje, purjehtia, purjehtivat, purjeen, sail
πλέω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sejl, sejlet, sejle, sejler, sail
πλέω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plachta, plavit, plachtoví, plout, plují, plachty, plachtu, sail
πλέω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żagiel, pływać, żeglować, pożeglować, ożaglowanie, sail, pływają, agiel
πλέω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vitorlás, vitorla, vitorlát, hajóznak, vitorlával
πλέω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yelken, Sail, yelkenli, yelkeni, arma
πλέω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брезент, плавання, парус, вітрило, відплисти, вітрила
πλέω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lundrim, vela, anije me vela, lundroj, shket
πλέω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
платно, плаване, плават, платна, отплава
πλέω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ветразь, парус, ветразі
πλέω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
purjetama, veskitiib, puri, sõidavad, purje, sõidavad mõne, purjetada
πλέω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
doploviti, lebdjeti, jedro, jedrilica, jedriti, plove, ploviti, jedru
πλέω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
segl, sigla, siglingu, siglt, seglið
πλέω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
no, velum
πλέω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
burė, plaukioja, burių, bures, plaukti
πλέω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bura, kuģo, buru, peld, buras
πλέω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
едро, плови, пловат, Испловување, запловија
πλέω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
corabie, naviga, vela, vele, ridicat ancora, pânză
πλέω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jadro, jadra, sail, jader, jadru
πλέω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plachta, plachtiť, plachty