Belemmeren στα ελληνικά

Μετάφραση: belemmeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμποδίζω, αντιτίθεμαι, σκοτίζομαι, κωλυσιεργώ, παρενοχλώ, ενοχλώ, φράζω, παρακωλύω, κόπος, μπαρ, εναντιώνομαι, κάγκελο, ενοχλούμαι, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, παρεμποδίσει, εμποδίσουν, παρακωλύουν
Belemmeren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • belegging στα ελληνικά - επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, επένδυσης, επενδυτικών
  • beleid στα ελληνικά - διπλωματικότητα, πολιτική, πολιτικής, την πολιτική, της πολιτικής, πολιτικής για
  • belenden στα ελληνικά - εφάπτομαι, συνορεύω, γειτονεύω, καταλήγω, εφάπτονται, ακουμπούν, καταλήγουν, ...
  • beletsel στα ελληνικά - στένωση, παρακώλυση, παρεμβολή, εμπόδιο, κώλυμα, κωλύματος, εμπόδια
Τυχαίες λέξεις
Belemmeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμποδίζω, αντιτίθεμαι, σκοτίζομαι, κωλυσιεργώ, παρενοχλώ, ενοχλώ, φράζω, παρακωλύω, κόπος, μπαρ, εναντιώνομαι, κάγκελο, ενοχλούμαι, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, παρεμποδίσει, εμποδίσουν, παρακωλύουν