Λέξη: στρατηγός
Σχετικές λέξεις: στρατηγός
στρατηγός μακρυγιάννης, στρατηγός φυτό, στρατηγός συναδινός, στρατηγός μοναστηράκι, στρατηγός μιχαήλ κωσταράκος, στρατηγός μαιζόν, στρατηγός σαράφης, στρατηγός δερματολόγος, στρατηγός κράιπε, στρατηγός αυγερόπουλος
Μεταφράσεις: στρατηγός
στρατηγός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
general, strategist, quarterback, strategos, Gen.
στρατηγός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
general, público, universal, general de, en general, generales
στρατηγός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
generell, universal, allgemein, general, feldherr, General, allgemeinen, allgemeine
στρατηγός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cardinal, magistral, général, essentiel, capital, principal, global, universel, d'ensemble, central, générale, générales, grand, général de
στρατηγός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
generale, generali, genere, collettivo
στρατηγός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
universal, geral, general, gerais, em geral
στρατηγός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
algemeen, generaal, universeel, het algemeen, algemene, General
στρατηγός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поголовный, всеобщий, генеральный, общественность, главный, повсеместный, универсальный, повальный, обычный, генерал, первенствующий, разнорабочий, общий, головной, полководец, ставка, общее, общая
στρατηγός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
allmenn, general, alminnelig, generell, generelt, generelle
στρατηγός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
allmän, generell, general, allmänt, allmänhet, allmänna
στρατηγός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yleistä, yleinen, ylimalkainen, yleisen, yleiset, yleisiä
στρατηγός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
almindelig, general, generel, generelt, generelle, almindelige, almindelighed
στρατηγός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
souhrnný, generál, povšechný, hlavní, všeobecný, generální, globální, vojevůdce, valný, celkový, obecný, obecně
στρατηγός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
główny, ogólnogospodarczy, ogólnikowy, loża, makroekonomia, ogólność, generał, ogólny, ogólnobudowlany, walny, generalny, ogólnego, ogólnie
στρατηγός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
általános, általában, az általános, általánosságban
στρατηγός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
evrensel, genel, General, genel bir, genel olarak
στρατηγός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
недокладний, полководець, головний, звичайний, генеральний, генерального
στρατηγός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përgjithshëm, i përgjithshëm, gjeneral, përgjithësi, përgjithshme
στρατηγός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
общ, обща, общия, цяло, общото
στρατηγός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
генеральны, генэральны
στρατηγός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kindral, üldine, üldise, üldist, üldiselt, üldised
στρατηγός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opća, općenito, general, opće, sveopći, njemački, opći, općenit, cjelini, generalnog
στρατηγός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
almennur, almennt, almenn, almenna, almennra
στρατηγός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dux
στρατηγός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
visuotinis, generolas, bendras, apskritai, bendra, bendrojo, bendrasis
στρατηγός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ģenerālis, vispārējs, vispārīgs, kopumā, vispārējā, vispārējās
στρατηγός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
општо, општата, општи, општите, општа
στρατηγός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
general, universal, generală, generale, generala
στρατηγός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
univerzální, splošno, splošna, splošni, splošne, nasploh
στρατηγός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rámcový, hlavní, obyčajný, celkový, valný, všeobecný, všeobecnú, všeobecné, všeobecného
Στατιστικά δημοτικότητας: στρατηγός
Τυχαίες λέξεις