Beletten στα ελληνικά

Μετάφραση: beletten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποτρέπω, εμποδίζω, προλαβαίνω, περιορίζω, παρεμποδίζω, παρακωλύω, κωλυσιεργώ, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Beletten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • belenden στα ελληνικά - εφάπτομαι, συνορεύω, γειτονεύω, καταλήγω, εφάπτονται, ακουμπούν, καταλήγουν, ...
  • beletsel στα ελληνικά - στένωση, παρακώλυση, παρεμβολή, εμπόδιο, κώλυμα, κωλύματος, εμπόδια
  • beleven στα ελληνικά - επιζώ, βλέπω, δείτε, βλέπε, βλ, δούμε
  • belevenis στα ελληνικά - εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
Τυχαίες λέξεις
Beletten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποτρέπω, εμποδίζω, προλαβαίνω, περιορίζω, παρεμποδίζω, παρακωλύω, κωλυσιεργώ, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει