Bemachtigen στα ελληνικά
Μετάφραση: bemachtigen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιάνω, αρπάζω, λαβή, καταλαμβάνω, κλώσημα, απομόνωση, κατάσχω, συλλαμβάνω, σφίγγω, κράτημα, πάρει, πάρετε, να πάρει, να πάρετε, λάβετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beluisteren στα ελληνικά - αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
- belust στα ελληνικά - πρόθυμος, λαίμαργος, κερδομανής, ενθουσιώδης, άπληστος, απίθανος, φιλάργυρος, ...
- bemanning στα ελληνικά - πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων
- bemantelen στα ελληνικά - μάσκα, προσωπείο, μανδύας, κάπα, μανδύα, επενδύτη, τον μανδύα
Τυχαίες λέξεις
Bemachtigen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιάνω, αρπάζω, λαβή, καταλαμβάνω, κλώσημα, απομόνωση, κατάσχω, συλλαμβάνω, σφίγγω, κράτημα, πάρει, πάρετε, να πάρει, να πάρετε, λάβετε
Μεταφράσεις: πιάνω, αρπάζω, λαβή, καταλαμβάνω, κλώσημα, απομόνωση, κατάσχω, συλλαμβάνω, σφίγγω, κράτημα, πάρει, πάρετε, να πάρει, να πάρετε, λάβετε