Απομόνωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bemachtigen, grijpen, koppeling, isolatie, isolering, isolement, geïsoleerd, isoleren
Απομόνωση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομόνωση

απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απομόνωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απομονωμένος στα ολλανδικά - alleenstaand, geïsoleerd, geïsoleerde, geïsoleerd, geïsoleerde, Vrijstaand
  • απομονώνω στα ολλανδικά - isoleren, afzonderen, te isoleren, isoleer, geïsoleerd, isoleren van
  • απονέμω στα ολλανδικά - ronddelen, doorsmeren, ontvouwen, uitdelen, beheren, verbreiden, besmeren, ...
  • απονομή στα ολλανδικά - toekenning, verlening, de verlening, bevoegdheidstoekenning, attributie
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bemachtigen, grijpen, koppeling, isolatie, isolering, isolement, geïsoleerd, isoleren