Ben στα ελληνικά

Μετάφραση: ben, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοφίνι, πανέρι, καλάθι, am, είμαι, Με, βρίσκομαι, αμ
Ben στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bemoedigen στα ελληνικά - παρηγορώ, εγκαρδιώ, ενθαρρύνω, εμψυχώνω
  • bemoediging στα ελληνικά - ενθάρρυνση, ενθάρρυνσης, την ενθάρρυνση, προώθηση, ενθαρρύνει
  • benadelen στα ελληνικά - βλάπτω, βλάβη, μειονέκτημα, μειονεκτική θέση, μειονεκτική, βάρος, μειονεκτήματα
  • benaderen στα ελληνικά - περίπου, να προσεγγίσει, να προσεγγίσουν, να προσεγγίσουμε, προσέγγισης, να πλησιάσει
Τυχαίες λέξεις
Ben στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοφίνι, πανέρι, καλάθι, am, είμαι, Με, βρίσκομαι, αμ