Πανέρι στα ολλανδικά
Μετάφραση: πανέρι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
korf, mand, ben, slof, mandje, Winkelwagentje, winkelmandje
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πανέρι
ψάθινο πανέρι, κυπριακό πανέρι, πανέρι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πανέρι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πανάγιος στα ολλανδικά - heilige, geheiligd, sacraal, heilig, gewijd, Heilige, de Heilige, ...
- πανέξυπνος στα ολλανδικά - sluw, snoezig, scherpzinnig, vernuftig, pienter, aardig, schrander, ...
- πανέτοιμος στα ολλανδικά - klaar, afgelopen, af, gereed, veel toeren, revved, toeren worden, ...
- πανήγυρη στα ολλανδικά - viering, feest, de viering, vieren, viering van
Τυχαίες λέξεις
Πανέρι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: korf, mand, ben, slof, mandje, Winkelwagentje, winkelmandje
Μεταφράσεις: korf, mand, ben, slof, mandje, Winkelwagentje, winkelmandje