Benauwd στα ελληνικά

Μετάφραση: benauwd, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπαγιάτικος, σφιχτός, στενός, μεγαλομανής, πνικτικός, πνιγερός, βουλομένη, βουλωμένη
Benauwd στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • benaming στα ελληνικά - ονομάζω, επωνυμία, τίτλος, όνομα, ονομασία, ονομασίας, χαρακτηρισμό, ...
  • benardheid στα ελληνικά - αμηχανία, αμηχανίας, ντροπή, την αμηχανία, η αμηχανία
  • benauwdheid στα ελληνικά - αγωνία, φόβος, άγχος, αγωνιώ, ανησυχία, βασανισμός, φοβάμαι, ...
  • bende στα ελληνικά - καθορισμένος, κλήρος, σπείρα, ταινία, κύκλος, κατακλύζω, συμμορία, ...
Τυχαίες λέξεις
Benauwd στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπαγιάτικος, σφιχτός, στενός, μεγαλομανής, πνικτικός, πνιγερός, βουλομένη, βουλωμένη