Benoeming στα ελληνικά
Μετάφραση: benoeming, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρίσμα, διορισμός, ορισμός, υποψηφιότητα, συνάντηση, ραντεβού, διορισμό, διορισμού, το διορισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- benodigd στα ελληνικά - αναγκαίος, απαραίτητος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο
- benoemen στα ελληνικά - τηλεφωνώ, ονομασία, κλήση, όνομα, διορίζω, ονομάζω, ορίζω, ...
- benoorden στα ελληνικά - άνω, βόρειος, βορράς, βόρεια, βόρειο, βορρά
- benul στα ελληνικά - σκεφτόμουν, νόμιζα, σκέψη, ιδέα, ένδειξη, ιδέα για, γρίφος, ...
Τυχαίες λέξεις
Benoeming στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρίσμα, διορισμός, ορισμός, υποψηφιότητα, συνάντηση, ραντεβού, διορισμό, διορισμού, το διορισμό
Μεταφράσεις: χρίσμα, διορισμός, ορισμός, υποψηφιότητα, συνάντηση, ραντεβού, διορισμό, διορισμού, το διορισμό