Χρίσμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: χρίσμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
benoeming, zalving, unction, unctie, de zalving, ziekenzalving
Χρίσμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χρίσμα

ακραίες χρίσμα, το χρίσμα, χρίσμα ορισμός, χρίσμα βικιπαιδεια, χρίσμα μυστήριο, χρίσμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χρίσμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χρήσιμος στα ολλανδικά - nuttig, bruikbaar, dienstig, bevorderlijk, nuttige, handig, bruikbare
  • χρήστης στα ολλανδικά - verbruiker, gebruiker, user, gebruiksaanwijzing, gebruikers, de gebruiker
  • χρίω στα ολλανδικά - besmeren, sauzen, doorsmeren, smeren, overdekken, overgieten, overgoten, ...
  • χρειάζομαι στα ολλανδικά - eisen, vergen, term, motief, behoeven, rekenen, zullen, ...
Τυχαίες λέξεις
Χρίσμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: benoeming, zalving, unction, unctie, de zalving, ziekenzalving