Υποψηφιότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: υποψηφιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
benoeming, voordracht, kandidaatstelling, nominatie, benoemings-
Υποψηφιότητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποψηφιότητα

υποψηφιότητα κούνεβα, υποψηφιότητα μπουτάρη, υποψηφιότητα μαρινάκη, υποψηφιότητα δημοσίων υπαλλήλων, υποψηφιότητα μαντούβαλου, υποψηφιότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υποψηφιότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υποψήφιος στα ολλανδικά - kandidaat, aspirant, sollicitant, de kandidaat, gegadigde
  • υποψία στα ολλανδικά - wantrouwen, verdenking, achterdocht, argwaan, vermoeden
  • υπό- στα ολλανδικά - sub, submenu, onder, sub-
  • υπόγειο στα ολλανδικά - kelder, souterrain, kelderverdieping, de kelder, onderbouw
Τυχαίες λέξεις
Υποψηφιότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: benoeming, voordracht, kandidaatstelling, nominatie, benoemings-