Bepalen στα ελληνικά
Μετάφραση: bepalen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασφαλίζω, ασφαλής, ασφαλίζω, εδραιώνω, προσδιορίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beoordeling στα ελληνικά - επίκριση, κριτική, ανασκόπηση, αναθεώρηση, Αξιολόγηση, Επανεξέταση
- bepaald στα ελληνικά - βέβαια, αναμφισβήτητα, σίγουρα, τέλεια, πεθαμένος, βεβαίως, τελείως, ...
- bepaling στα ελληνικά - κατάσταση, ρήτρα, ορισμός, άρθρο, όρος, πάθηση, προσδιορισμός, ...
- bepantsering στα ελληνικά - πανοπλία, θωράκιση, πανοπλίας, θωράκισης, πανοπλίες
Τυχαίες λέξεις
Bepalen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασφαλίζω, ασφαλής, ασφαλίζω, εδραιώνω, προσδιορίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Μεταφράσεις: διασφαλίζω, ασφαλής, ασφαλίζω, εδραιώνω, προσδιορίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί