Λέξη: απρόσωπος
Σχετικές λέξεις: απρόσωπος
απρόσωπος αγγλικα
Μεταφράσεις: απρόσωπος
απρόσωπος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impersonal, faceless
απρόσωπος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impersonal, impersonales, e impersonal
απρόσωπος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unpersönlich, unpersönlichen, unpersönliche, unpersönlicher, unpersönliches
απρόσωπος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
impersonnel, impersonnelle, impersonnels, impersonnelles
απρόσωπος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impersonale, impersonali
απρόσωπος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impessoal, impessoais
απρόσωπος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onpersoonlijk, onpersoonlijke
απρόσωπος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспристрастный, обезличенный, бескорыстный, безличный, объективный, безликий, безличным, безличное, безличной, безличная
απρόσωπος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
upersonlig, upersonlige
απρόσωπος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
opersonlig, opersonliga, opersonligt, impersonal
απρόσωπος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
persoonaton, puolueeton, kliininen, ulkokohtainen, persoonatonta, persoonattomia, persoonattoman, aineelliset
απρόσωπος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
upersonlig, upersonlige, upersonligt
απρόσωπος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neosobní, neosobním, neosobního, neosobně
απρόσωπος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieosobisty, bezosobowy, nieosobowy, bezosobowe, bezosobowa, bezosobowego, bezosobowym
απρόσωπος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
személytelen, a személytelen, személytelennek
απρόσωπος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kişiliksiz, kişisel olmayan, kişiliksiz bir, impersonal, gayri şahsi
απρόσωπος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неписаний, безособовий, ніякої, безособових, ніякий, безособового
απρόσωπος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i papërcaktuar, papërcaktuar, të papërcaktuar, jopersonal, e papërcaktuar
απρόσωπος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безличен, безлична, безлично, безличностна, безличностен
απρόσωπος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
безасабовы, ніякай
απρόσωπος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
umbisikuline, isikupäratu, impersonaalne, impersonaalse, impersonaalsed
απρόσωπος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bezličan, neosobna, neosobni, neosobno, neosoban
απρόσωπος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ópersónulega, ópersónulegt, ópersónulegri
απρόσωπος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
beasmenis, beasmenė, nuasmenintas, neasmenis, neasmenė
απρόσωπος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bezpersonisks, bezpersoniska, bezpersoniskais, bezpersonisku, bezpersoniskā
απρόσωπος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
безлична, безличен, безличниот, безлични, безлично
απρόσωπος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
impersonal, impersonală, impersonale, impersonala, de impersonal
απρόσωπος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brezosebno, neosebna, neoseben, neosebno, brezoseben
απρόσωπος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neosobní, neosobné, neosobný, neosobná, neosobnej, neosobnú