Bepoederen στα ελληνικά

Μετάφραση: bepoederen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πασπαλίζω, πούδρα, σκόνη, σκόνης, σε σκόνη, κόνεως
Bepoederen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beperken στα ελληνικά - περιορίζω, συντομεύω, αναχαιτίζω, περιστέλλω, όριο, ορίου, οριακές, ...
  • beperking στα ελληνικά - περιορισμός, συστολή, περιστολή, εξαναγκασμός, φραγμός, περιορισμό, περιορισμού, ...
  • beproeven στα ελληνικά - προσπάθεια, δοκίμια, εξετάζω, θρηνώ, πενθώ, δοκιμάζω, θλίβομαι, ...
  • beproeving στα ελληνικά - εκδικάζω, απόπειρα, προσπάθεια, προσπαθώ, δίκη, βάσανο, δοκιμάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Bepoederen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πασπαλίζω, πούδρα, σκόνη, σκόνης, σε σκόνη, κόνεως