Λέξη: απτόητος

Σχετικές λέξεις: απτόητος

απτόητος ετυμολογία

Συνώνυμα: απτόητος

ατρόμητος, άφοβος, ακράτητος

Μεταφράσεις: απτόητος

απτόητος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
steadfast, undaunted, undeterred, undismayed, dauntless, intrepid

απτόητος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
firme, constante, impávido, impertérrito, intrépido, impávida, undaunted

απτόητος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fest, felsenfest, unerschütterlich, unentwegt, unerschrocken, unverdrossen, unverzagt, unerschrockenen, unerschrockene

απτόητος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
endurance, inébranlable, solide, constant, ferme, assuré, sûr, consistant, résistance, robuste, fort, fiable, corsé, courageux, intrépide, indomptable, imperturbable

απτόητος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fermo, irremovibile, costante, incrollabile, imperterrito, imperterrita, impavido, intrepido, indomito

απτόητος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
destemido, intrépido, destemida, undaunted, impávido

απτόητος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
standvastig, onverschrokken, onversaagd, onversaagde, undaunted, onverdroten

απτόητος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стойкий, прочный, пристальный, твердый, крепкий, непреклонный, устойчивый, непоколебимый, твердокаменный, забористый, неустрашимый, Не испугавшись, бесстрашный, неустрашимо, неустрашим

απτόητος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stø, fast, uforferdet, uanfektet, uforferdede, undaunted, ikke skremme

απτόητος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stadig, fast, oförskräckt, undaunted, oförskräckta, oförfärad, oförfärade

απτόητος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
peloton, lannistumatta, lannistumatonta, undaunted, rohkeaa

απτόητος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uforfærdet, ufortrødent, uforfærdede, ufortrødne, uanfægtet

απτόητος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neochvějný, pevný, stálý, spolehlivý, vytrvalý, neohrožený, neohroženě, Nezlomený, Neohrožená, neohroženy

απτόητος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wytrzymały, mocny, solidny, niezłomny, pewny, nieposkromiony, undaunted, niezrażony, nieustraszony, niezrażeni

απτόητος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rettenthetetlen, elszánt, tántoríthatatlanok, zavartalanul, elszánt arccal

απτόητος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sarsılmaz, yılmaz, yılmayan, yılmadan, cesur, undaunted

απτόητος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
несхитний, непохитний, стійкий, тривкий, міцний, безстрашний, Нєустрашимий, Неустрашимий, сміливий

απτόητος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i patrembur, patrembur, të patrembur

απτόητος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
непоколебим, неустрашим, непоколебимата, непоколебима, невъзмутимо

απτόητος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бясстрашнасць

απτόητος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järjekindel, kohkumatu, Peloton

απτόητος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prodoran, uporan, uravnotežen, ravnomjeran, čvrst, neustrašiv, neustrašiva, neustrašivi, neustrašivo, hrabar

απτόητος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugfastur, óhrædd

απτόητος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
firmus, fortis

απτόητος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
drąsus, Nieposkromiony, neišgąsdintas, Bezbailīgs, Bitwy

απτόητος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bezbailīgs

απτόητος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
безстрашен

απτόητος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ferm, neînfricat, undaunted, neclintit, neînfricată, neinfricati

απτόητος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neustrašen, Neustrašiv

απτόητος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vytrvalý, neohrozený, neohrození, neohrožený
Τυχαίες λέξεις