Berekenen στα ελληνικά

Μετάφραση: berekenen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογαριάζω, υπολογίζω, υπολογισμό, υπολογίσει, υπολογίζουν, τον υπολογισμό, υπολογίζει
Berekenen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bereikbaar στα ελληνικά - ευπρόσιτος, εφικτός, εφικτή, επιτευχθεί, εφικτό, επιτευχθούν
  • bereiken στα ελληνικά - βαρώ, φτάνω, κατορθώνω, επιτυγχάνω, καταφέρω, απολαβή, πραγματοποιώ, ...
  • berekening στα ελληνικά - υπολογισμό, υπολογισμός, υπολογισμού, τον υπολογισμό, υπολογισμού που
  • berg στα ελληνικά - βουνό, αυξάνομαι, ανεβαίνω, όρος, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ...
Τυχαίες λέξεις
Berekenen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογαριάζω, υπολογίζω, υπολογισμό, υπολογίσει, υπολογίζουν, τον υπολογισμό, υπολογίζει