Bergen στα ελληνικά

Μετάφραση: bergen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποταμιεύω, κατακρατώ, ξαλαφρώνω, εξακολουθώ, υποστηρίζω, διάσωση, κρατώ, διασώζω, πάρκο, αποκρούω, διατηρώ, συντηρώ, φυλάω, ανακουφίζω, διατείνομαι, αμπάρι, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση
Bergen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bergbeklimmer στα ελληνικά - ορειβάτης, Mountaineer, ορειβάτη, ορεσίβιος, αλπινιστής
  • bergbeklimming στα ελληνικά - ορειβασία, ορειβασίας, ορειβατικό, πεζοπορίες στα βουνά, ορειβατικά
  • berggeit στα ελληνικά - κατσίκα βουνό, Αίγαγρο
  • bergkloof στα ελληνικά - λαγκάδι, φαράγγι, χαράδρα, ρεματιά, λούκι, ρέμα, ρεματιάς
Τυχαίες λέξεις
Bergen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποταμιεύω, κατακρατώ, ξαλαφρώνω, εξακολουθώ, υποστηρίζω, διάσωση, κρατώ, διασώζω, πάρκο, αποκρούω, διατηρώ, συντηρώ, φυλάω, ανακουφίζω, διατείνομαι, αμπάρι, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση