Λέξη: συντηρητικός

Σχετικές λέξεις: συντηρητικός

συντηρητικός φιλελευθερισμός, συντηρητικός συνώνυμα, συντηρητικός εθνικισμός, συντηρητικός στα αγγλικα, συντηρητικός ορισμός, συντηρητικός αντίθετο, συντηρητικός λεξικό, συντηρητικός αντωνυμα, συντηρητικός ανθρωπος, συντηρητικός αντωνυμο

Συνώνυμα: συντηρητικός

νηφάλιος, σοβαρός, άκρος συντηρητικός

Μεταφράσεις: συντηρητικός

συντηρητικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conservative, staid, a conservative, preservative

συντηρητικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conservador, conservadora, conservadores, conservadoras

συντηρητικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
konservativ, konservative, konservativer, konservativen, konservatives

συντηρητικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conservatif, conservateur, conservatrice, prudente, conservateurs

συντηρητικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conservatore, prudente, conservatrice, conservativo, conservativa

συντηρητικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conservador, conservadora, Conservativo, conservadores, conservadoras

συντηρητικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
behoudend, conservatief, conservatieve, voorzichtige, behoudende

συντηρητικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
реакционный, старовер, консерватор, традиционный, охранительный, рутинный, консервативный, консервативная, консервативной, консервативным, консервативны

συντηρητικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konservativ, konservative, rime, konservativt, forsiktig

συντηρητικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konservativ, konservativa, konservativ person, konservativt, försiktig

συντηρητικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varovainen, konservatiivinen, vanhoillinen, konservatiivisia, konservatiiviset, yhteen yksinkertainen

συντηρητικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
konservativ, konservative, konservativt, forsigtig, forsigtigt

συντηρητικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
konzervativec, konzervativní, konzervativnější, konzervativce

συντηρητικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konserwatywny, zachowawczy, konserwatysta, oszacowanie, konserwatywne, konserwatywna

συντηρητικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
konzervatív, a konzervatív, konzervatívabb, óvatos, konzervatívnak

συντηρητικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tutucu, muhafazakâr, muhafazakar, konservatif, koruyucu

συντηρητικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
консерватор, традиційний, консервативний, консервативна, консервативніший

συντηρητικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konservator, konservatore, konservative, konservativ, konservatorë

συντηρητικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
консервативен, консервативна, консервативно, консервативни, консервативната

συντηρητικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кансерватыўны, кансэрватыўны, кансерватар

συντηρητικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
konservatiivne, konservatiiv, konservatiivse, konservatiivsed, konservatiivset, konservatiivsete

συντηρητικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konzervativac, konzervativan, konzervativne, konzervativna, konzervativni, konzervativno

συντηρητικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
íhaldssamur, íhaldsmaður, íhaldssamt, íhaldssöm, íhaldssamir, íhaldssama

συντηρητικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
konservatyvus, konservatorius, konservatyvi, konservatyvios, konservatyvūs

συντηρητικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
konservatīvs, konservatīvais, konservatīva, konservatīvi, konservatīvā

συντηρητικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
конзервативни, конзервативната, конзервативна, конзервативен, конзервативните

συντηρητικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conservator, conservatoare, conservativă, conservatori, conservativ

συντηρητικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
konzervativní, konzervativno, konservativna, konzervativna, konzervativen, konservativni

συντηρητικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opatrný, konzervatívny, konzervatívne, konzervatívnej, konzervatívna, konzervatívci
Τυχαίες λέξεις