Berispen στα ελληνικά
Μετάφραση: berispen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίπληξη, επικρίνω, κατακρίνω, επιτιμώ, μομφή, επίπληξης, μομφή κατά, επιτίμησή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- berichten στα ελληνικά - επικοινωνώ, πληροφορώ, Δημοσιεύσεις, Μηνύματα, Θέσεις, μηνυμάτων, Θέσεις που
- berijmen στα ελληνικά - πάχνη, Rime, ρίμα, Μπαλάντα, ομοιοκαταληξία
- berisping στα ελληνικά - παρατηρητικότητα, παρατήρηση, παρακολούθηση, επίπληξη, παρατηρώ, επίπληξης, της επίπληξης, ...
- berk στα ελληνικά - σημύδα, σημύδας, σημύδων, η σημύδα, από σημύδα
Τυχαίες λέξεις
Berispen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίπληξη, επικρίνω, κατακρίνω, επιτιμώ, μομφή, επίπληξης, μομφή κατά, επιτίμησή
Μεταφράσεις: επίπληξη, επικρίνω, κατακρίνω, επιτιμώ, μομφή, επίπληξης, μομφή κατά, επιτίμησή