Beschadigen στα ελληνικά
Μετάφραση: beschadigen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, βλάπτω, παραχαϊδεύω, πληγώνω, χαλώ, ζημιά, τραυματίζω, κακομαθαίνω, βλάβη, πονώ, ζημία, ζημιές, βλάβης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bes στα ελληνικά - μούρο, ρόγα, μούρων, μούρα, θάμνων, το μούρο
- beschaafd στα ελληνικά - ευπροσήγορος, ευγενικός, πολιτισμένος, πολιτισμένη, πολιτισμένο, πολιτισμένες, πολιτισμένης
- beschadiging στα ελληνικά - βλάβη, βλάπτω, ζημιά, ζημία, ζημιές, βλάβης
- beschamen στα ελληνικά - πτοώ, μπερδεύω, κατατροπώνω, συγχύζω, ταράσσω, συγχύσει
Τυχαίες λέξεις
Beschadigen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, βλάπτω, παραχαϊδεύω, πληγώνω, χαλώ, ζημιά, τραυματίζω, κακομαθαίνω, βλάβη, πονώ, ζημία, ζημιές, βλάβης
Μεταφράσεις: χτυπώ, βλάπτω, παραχαϊδεύω, πληγώνω, χαλώ, ζημιά, τραυματίζω, κακομαθαίνω, βλάβη, πονώ, ζημία, ζημιές, βλάβης